συκώδης

συκώδης
-ες / συκώδης, -ῶδες, ΝΑ [σῡκον]
όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα τού σύκου, συκοειδής
αρχ.
1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.)
2. συκοφαντικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συκώδης — fig like masc/fem acc pl (attic epic doric) συκώδης fig like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) συκώδης fig like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκώδη — συκώδης fig like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συκώδης fig like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συκώδης fig like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκώδεις — συκώδης fig like masc/fem acc pl συκώδης fig like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκωδῶν — συκώδης fig like masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοειδής — ες, Ν όμοιος με σύκο, συκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”